Πέμπτη, Μαρτίου 12, 2009

Εύρηκα

...Χρόνος είναι ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει.
Διαιρείται σε στιγμές.
Στιγμή είναι, βέβαια,
ένα τίποτε του χρόνου.
Όμως χωράει τ' αποκορυφώματα...

Κική Δημουλά, "Ορισμοί"

Δευτέρα, Μαρτίου 02, 2009

Αυταπάτες

Αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που πλάθει τις αυταπάτες. Αυταπάτες προσωπικές, ερωτικές, πολιτικές. Υπάρχουσες, φανταστικές, παρασιτικές, ανάρμοστές. Οι αυταπάτες γεμίζουν το μυαλό και υπαγορεύουν έναν τρόπο να ζεις. Η ζωή σου θρέφεται από αυτές, θρέφεται από τη δυνατότητά τους να δημιουργούν, εκ των μη όντων, μια νέα πραγματικότητα. Σε αυτήν την πραγματικότητα μπορείς να υπάρχεις πέρα και πάνω από ελαττώματα, προτερήματα, απόψεις και θέσεις. Μπορείς να υπάρχεις ως ο εαυτός που θα ήθελες να είσαι: επιτυχημένος, λεφτάς, γυναικάς, ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ.

Όλοι ζούμε με αυταπάτες. Το πρόβλημα κάποιων είναι ότι ζούν τις αυταπάτες τους. Και μόνος αυτές.

Frost / Nixon, the movie (http://www.frostnixon.net/)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2008

Ανάθεμα

Ανάθεμα στην αναξιοκρατία και την ανηθικότητα που οπλίζουν χέρια.
Ανάθεμα στα χέρια που οπλίζονται και πυροβολούν.
Ανάθεμα στην αγνωμοσύνη που ανταριάζει τα ήθη.
Ανάθεμα στα ήθη που αποχαυνώνουν το πλήθος.
Ανάθεμα στο πλήθος που σκορπίζει τον πόνο.
Ανάθεμα στον πόνο που εξορίζει τη συμπόνια
Ανάθεμα στη συμπόνια που προσβάλει τη μνήμη
Ανάθεμα στη μνήμη που αρρωσταίνει
Ανάθεμα στην αρρώστια που μας έλουσε όλους
Ανάθεμά μας όλων που φοβόμαστε το δίκιο μας
Ανάθεμα

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008

Mister Nice Guy (4)

Η χρονιά τελειώνει. Άλλη μια χρονιά τελειώνει. Και οι ιστορίες μου δεν τελειώνουν. Η μελαγχολία μου δεν τελειώνει. Η μοναξιά μου δεν τελειώνει. Μεγαλώνει. Γύρισα και άνοιξα ξανά την πόρτα της ντουλάπας μου. Άνοιξα την πόρτα για να δω κρεμασμένη τη στολή μου. Αυτήν την στολή με τα τριμένα, τα μαύρα τα γόνατα, το γυαλιστερό της ύφασμα, τη στενή της κοψιά. Δεν μπήκα κατευθείαν μέσα, όπως έκανα άλλοτε. Στάθηκα στην πόρτα και την κοίταξα. Και σαν να έβγαλε μάτια και με κοίταξε πίσω. Ήταν δυο μάτια παγωμένα, δυο μάτια γυάλινα, κουρασμένα. "Βαρέθηκα", μου είπαν, βουβά. "Βαρέθηκα", μου έλεγαν, χωρίς δάκρυα. Γύρισα την πλάτη μου. Δεν κατάφερα να απομακρυνθώ 2 βήματα και γύρισα απότομα. Τα μάτια ήταν ακόμη εκεί, αλλά δεν με κοιτούσαν πια. Είχαν γυρίσει και κοίταγαν μπροστά, σε ένα αδιόρατο κενό. Δεν καταδέχτηκαν να μου ρίξουν 2η ματιά. Απογοήτευση, άρνηση, ανία, βουβός θυμός.
Φοβάμαι μήπως τα μάτια αποκτήσουν χέρια, γιατί τότε θα κλειδώσουν τη ντουλάπα και θα χάσω το τελευταίο μου καταφύγιο. Και τι θα κάνω τότε; Ή που θα πεθάνω ή που θα αρχίσω να ζω!!!

Σάββατο, Οκτωβρίου 11, 2008

Mister Nice Guy (3)

Το κοστούμι έμεινε για μέρες κρυμμένο στη ντουλάπα. Έμεινε και ξεχάστηκε. Μέχρι που ήρθες εσύ και μου είπες πράγματα και θάματα. Μου μίλησες για σένα, μου μίλησες για τη ζωή σου που έχτισες γύρω από ένα παιχνίδι. Μου μίλησες για το τραγούδι που σου έλεγε και σε έπειθε να μένεις εκεί. Να μην αλλάζεις παραστάσεις παρά να μένεις εκεί. Ακλόνητη. Βράχος. Γιατί έμεινες; Γιατί έμεινες μέχρι που τα παπούτσια σου γίνανε σκόνη, οι σόλες χώμα και τα τακούνια ανύπαρκτα; Γιατί χόρευες στο χορό που αυτός σου έμαθε; Χωρίς σταματημό; Γιατί δεν κάθησες να ξαποστάσεις; Γιατί δεν πήρες μιαν ανάσα κι ένα ποτήρι νερό; Γιατί συνέχισες να λικνίζεσαι στο δικό του το ρυθμό;
Όταν ρωτάω, θυμάμαι. Θυμάμαι το φυλαγμένο κουστούμι στη ντουλάπα κι αυτό γυαλίζει. Όπως την πρώτη φορά που το είδα. Γυαλίζουν τα τριμένα του γόνατα και οι αγκώνες και με φωνάζει κοντά του. Να πάω να το πιάσω να νιώσω τη λάμψη του.
Σε νιώθω, ξέρεις. Σε νιώθω πολύ καλά. Και ξέρω κι εγώ τις ερωτήσεις σου. Τις έχω μέσα μου και με κρατάνε στραμμένο στη ντουλάπα. Τις ξέρω καλά. Ξέρω και το τραγούδι αυτό των σειρήνων που σε κρατάει δεμένη στο άρμα του. Ξέρω και το πώς και το γιατί. Και την απάντηση την ξέρω.

Καληνύχτα για απόψε, κοστούμι.
Σε νίκησα.
Προσωρινά.
Καληνύχτα

Σάββατο, Μαΐου 03, 2008

Mister Nice Guy (2)

Μέτρησα σειρήνες για να κοιμηθώ απόψε. Παλιά μετρούσα πρόβατα, αλλά τα πρόβατα είναι μεταλλαγμένα στις μέρες μας. Τι να τα κάνεις, όταν πηδώντας το μαντράκι κάνουν μου, αντί για μπέ. Αγαμία.
Μέτρησα δέκα μιλώντας μαί της στο τηλέφωνο. Είχα βγάλει το κοστούμι μου, το είχα απλώσει πάνω στην παλιά ξύλινη καρέκλα, πίσω από την πόρτα με το μπρούτζινο πόμολο. Το άφησα εκεί να κάθεται και να με κοιτάει, με την ψυχή του στα μάτια μου μπροστά. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και αφέθηκα στη δική μου τη ζωή.
Γύρισα στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ και μύριζα ολόκληρος ξανθό μουνί. Αυτή τη μυρωδιά εγώ δεν την καταλαβαίνω είναι σα να έχει γίνει δεύτερο πετσί μου. Δεν την βγάζω, την κρατάω να μένει απάνω μου, να με συνοδεύει σε κάθε μου κίνηση. Ηλίθιοι μικροψυχοι άνθρωποι μου ζητούν να την ξεβγάλω με νερό και σαπούνι και τους απαντώ δεν μπορώ: τη βρήκα να σέρνεται πάνω σε κόκκινα τακούνια, μέσα σε μικρά μαύρα πρόστυχα εσώρουχα. Δεν χρειάστηκε να κάνω πολλά για να την πάρω πάνω. Το μόνο που χρειάζεται είναι διάθεση, συμπεριφορά κα ύφος: είμαι για να κάνω ότι μου ζητηθεί. Όχι γιατί το θέλω, ούτε γιατί το έχω προμελετήσει. Απλώς είμαι εδώ και θα ανέβω στο πρώτο λεωφορείο που περάσει, είτε πηγαίνει στο Σύνταγμα είτε στο Καματερό.
Έπεσα στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ και δεν μπορούσα. Κάτι συμβαίνει όταν πέφτω στο κρεβάτι, βγαίνει το μεγάλο τέρας μέσα από την ντουλάπα. Το τέρας που πάντα φοβόμουν. Και δε μένω μόνο στο να το περιμένω. Το βλέπω και μπορώ να το περιγράψω μέχρι και την τελευταία του κολότριχα. Έχει μεγάλα κίτρινοπράσινα δόντια, μαύρο τρίχωμα, μεγάλα πόδια και κόκκινα μάτια. Το χειρότερο είναι πως μιλάει το γαμημένο. Λέει, λέει, λέει και δε σταματάει. Δεν έχω βρει το κόλπο να το διώξω. Και όταν είναι εκεί το μόνο που με σώνει είναι να φανταστώ σειρήνες. Μονο αυτές τίποτε άλλο.
Με τα μαλλιά τους, τα μπλεγμένα με φύκια και κοράλια, το στήθος τους να πιάνει τον άνεμο και τη χρυσή ουρά τους να απλώνεται πάνω στο βράχο μεσοπέλαγα. Και το τραγούδι τους, ναι το τραγούδι τους που μιλάει για ναυάγια και ναυτικούς, που μιλάει για τα βάθη της θάλασσας και τα πλάτη του ωκεανού. Μόνο αυτό με βάζει στη θέση μου, αυτό και η μυρωδιά που κράτησα πάνω μου μετά την τελευταία μου παράσταση!

Πέμπτη, Μαΐου 01, 2008

Mister nice guy

Κάθε φορά που τον πλησίαζε η κατάθλιψη έμπαινε γρήγορα σε ένα γνώριμο κοστούμι. Μαύρο, γιαλιστερό και κολλητό στα επίμαχα σημεία. Τι σημασία είχε αν το κοστούμι είχε παλιώσει, αν οι αγκώνες του ήταν τριμμένοι και τα γόνατα άσπρα από την πολυκαιρία. Το κοστούμι του χώραγε το ίδιο καλά όσο και πριν 15 χρόνια. Τότε ήταν 20, τώρα είναι 35 και όλα μοιάζουν να ήταν πάντα έτσι. Μέσα σε αυτό το κοστούμι.
Βρήκε το ύφασμα στο βάθος του μυαλού του, πίσω από μια κλεισμένη πόρτα με μπρούτζινο πόμολο. Την άνοιξε και το είδε να γυαλίζει. Είχε μόλις κλείσει τα 20 και βίωνε την πρώτη του απογοήτευση. Εκείνος το μόνο που ζητούσε ήταν την τρυφερότητα, εκείνη ήθελε να βρει τον οργασμό της.
Το είδε από μακρυά το ύφασμα, και είπε "εδώ είναι η σωτηρία". Κάθησε, το έκοψε, το έραψε να του ταιριάζει και υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι όποτε εκείνος θα ζήταγε την αφοσίωση και την τρυφερότητα και εκείνη τη διασκέδαση και τον οργασμό εκείνος θα έτρεχε σε αυτήν την πόρτα θα την άνοιγε και θα φόραγε το καινούργιο του κοστούμι.
Όταν το φόρεσε για πρώτη φορά κατάλαβε ότι το κοστούμι χρειαζόταν και όνομα, χρειαζόταν και ιδεολογία, χρειαζόταν και ένα συγγραφέα να το συνοδεύει με φιλολογικά κλισέ. Τα βρήκε όλα: ήταν ο Άγγελος, η ιδεολογία του συμπεριλαμβανόταν στην απουσία της και ο Bukowski του ταίριαζε γάντι. Το ποτό του ήταν το ουίσκι, το φτηνό bourbon των αμερικάνικων bar, η αξιοπρέπειά του άρχιζε και τελείωνε στην άκρη μιας λιγδιασμένης μπάρας και το ύψος των ματιών του περιοριζόταν from the waste down. Ήταν ένας αμετανόητος σκορπιός: σεξ, ψέματα, και βιντεοταινίες με αλκόολ και ναρκωτικά. Αυτή ήταν η εικόνα που του ταίριαζε. Την έφτιαξε, την πίστεψε, την δέχτηκε, την αγκάλιασε και είπε: "ότι δεν μπορώ να είμαι, μπορώ απλά να φαντάζομαι ότι είμαι". Και άνοιξε το βήμα του για την επόμενη μπάρα, στην επόμενη ξανθιά. Είχε ανάγκη από ξανθιά απόψε. Ο λαός, ή μάλλον ο λαουτζίκος το λέει πολύ ωραία "ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι".